- πούντος
- ο, Νβλ. πόντος (II).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
λυποῦντος — λῡποῦντος , λυπέω grieve pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)